ευμέτρητος

ευμέτρητος
εὐμέτρητος, -ον (Μ)
αυτός που μετριέται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μετρητος (< μετρώ), πρβλ. α-μέτρητος, α-προσ-μέτρητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”